- ευσεβισμός
- οχριστιανικό κίνημα που πιστεύει πως τα καλά έργα είναι ανώτερα από την πίστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευσεβισμός — ο αίρεση διαμαρτυρομένων, κατά την οποία τα ευσεβή έργα είναι σημαντικότερα από την ευσεβή πίστη, πιετισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. pietism)] … Dictionary of Greek
πιετισμός — Θρησκευτική κίνηση που αναφάνηκε το 17o αι. στους κόλπους του λουθηρανισμού, υπό την ηγεσία του Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635 1705), ο οποίος εξέθεσε τις βάσεις της κίνησης στο έργο τουΕυσεβείς πόθοι (Pia desideria, 1675). Οι πιετιστές είχαν σκοπό… … Dictionary of Greek